- τουφεξής
- οπληθ. -ήδες, και ντουφεξής, ο1. οκατασκευαστής ή πουλητής τουφεκιών, οπλοπώλης.2. στρατιώτης οπλισμένος με τουφέκι: Ένα τάγμα Τούρκοι τουφεξήδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.